αβυσσαίος

αβυσσαίος
αία, αίον глубоководный;

αβυσσαίοι ιχθύες — глубоководные рыбы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αβυσσαίος" в других словарях:

  • αβυσσαίος — α, ο [άβυσσος, η] ο σχετικός με την άβυσσο λέγεται για ψάρια ή διάφορους οργανισμούς που ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη …   Dictionary of Greek

  • αβυσσαίος — α, ο αυτός που ζει στα μεγάλα βάθη των θαλασσών: Στα μεγάλα θαλάσσια βάθη ζουν οι αβυσσαίοι οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»